παρδέχομαι

παρδέχομαι
Α
(ποιητ. τ.) βλ. παραδέχομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. παραδέκομαι, ποιητ. τ. παρδέχομαι δέχομαι κάτι ως ορθό και δίκαιο, συμφωνώ, εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. αναγνωρίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”